απολειφάδι

απολειφάδι
το
1. υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο
2. μικρός, κοντός, καχεκτικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προέρχεται είτε < *απαλειφάδιον < *απαλείφιον (< από -* + αλείφιον «αυτό που χρησιμοποιούν οι αλειφτές» είτε < από -* + λειφάδιον < λείπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απολειφάδι — το ιού, μικρό υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολειφάδι — το, Ν (διαλ. τ.) το απολειφάδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”